ἀκαιρία

ἀκαιρία
ἀ-καιρία, (1) ungelegene Zeit, Unzeit; ungünstige Lage. (2) zudringliches, lästiges Betragen, eigtl. wer zur Unzeit stört; Unangemessenheit

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκαιρία — ἀκαιρίᾱ , ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc/acc dual ἀκαιρίᾱ , ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρίᾳ — ἀκαιρίαι , ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc pl ἀκαιρίᾱͅ , ἀκαιρία unfitness of times fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαιρίας — ἀκαιρίᾱς , ἀκαιρία unfitness of times fem acc pl ἀκαιρίᾱς , ἀκαιρία unfitness of times fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρίαι — ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc pl ἀκαιρίᾱͅ , ἀκαιρία unfitness of times fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρίαν — ἀκαιρίᾱν , ἀκαιρία unfitness of times fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιριῶν — ἀκαιρία unfitness of times fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρίαις — ἀκαιρία unfitness of times fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρίη — ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρίῃ — ἀκαιρία unfitness of times fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”